κεντροβριθής

κεντροβριθής
κεντροβριθής, -ές (Μ)
αυτός που πιέζεται από κάποιο βάρος προς το κέντρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρο + -βριθής (< βρῖθος), πρβλ. πυρι-βριθής, σαυρο-βριθής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”